- ενδίδω
- 1) accompagnement2) céder
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ενδίδω — ενδίδω, ενέδωσα βλ. πίν. 186 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… … Dictionary of Greek
ἐνδιδῷ — ἐνδίδωμι give in pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιδῶι — ἐνδιδῷ , ἐνδίδωμι give in pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
χαρίζομαι — ΝΜΑ [χάρις] 1. κάνω χάρη σε κάποιον, τόν ευνοώ (α. «μην τού χαριστείς σε καμία περίπτωση» β. «ποίησε χαριζόμενος Διί», Θέογν.) 2. (γενικά) συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ (α. «δεν χαρίζεται εύκολα» β. «δίεμαι μὲν χαρίσασθαι, δίεμαι δ ἀντία… … Dictionary of Greek
ανένδοτος — η, ο (Α ἀνένδοτος, ον) [ενδίδω] 1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος 2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος … Dictionary of Greek
ανθησσώμαι — ἀνθησσῶμαι και –ηττῶμαι ( άομαι) (Α) [ησσώμαι ηττώμαι] νικιέμαι, υποχωρώ και εγώ με τη σειρά μου, ενδίδω και εγώ … Dictionary of Greek
απαιτώ — (AM ἀπαιτῶ, έω) [αιτώ] 1. ζητώ επίμονα κάτι από κάποιον 2. ζητώ επίμονα να μου επιστραφεί κάτι το οποίο μου αφαιρέθηκε βίαια ή το οποίο δικαιωματικά μου ανήκει 3. (για πράγματα) έχω ανάγκη, χρειάζομαι («η κατάσταση απαιτεί σθεναρή αντιμετώπιση»)… … Dictionary of Greek
απείπον — ἀπεῑπον (Α) 1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω 2. αρνούμαι 3. απαγορεύω 4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ 5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι 6. ενδίδω, υποχωρώ 7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής 8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι 9. (το… … Dictionary of Greek
απολέγω — κ. λέω (AM ἀπολέγω) μσν. νεοελλ. 1. αναιρώ, ανακαλώ αυτά που είπα 2. τελειώνω τον λόγο μου αρχ. Ι. 1. διαλέγω καί παίρνω από ένα σύνολο 2. εκλέγω, επιλέγω 3. επιλέγω για να απορρίψω 4. αρνούμαι, απαγορεύω II. ( ομαι) 1. δεν δέχομαι κάποια… … Dictionary of Greek